- αμφικαλύπτω
- ἀμφικαλύπτω (Α) [καλύπτω]Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω«ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζωΙΙ. (με αιτ. και δοτ.) ἀμφικαλύπτω τί τινι1. θέτω κάτι γύρω από κάτι άλλο σαν πέπλο, καλύπτω, σκεπάζω2. σκιάζω, ρίχνω σκιάΙΙΙ. (μετά τον Όμ.) ἀμφικαλύπτω τινά τι1. περιβάλλω κάποιον με κάτι2. φυλάσσω, προφυλάσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + καλύπτω].
Dictionary of Greek. 2013.